Πρωτάς

Πρωτάς
Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Δεκεμβρίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρώτας — πρώτᾱς , πρότερος before fem acc pl πρώτᾱς , πρότερος before fem gen sg (doric aeolic) πρώτᾱς , πρῶτος before fem acc pl πρώτᾱς , πρῶτος before fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Memnon von Herakleia — war ein antiker griechischer (Lokal )Historiker, der vor dem zweiten Jahrhundert nach unserer Zeitrechnung lebte. Er stammte wohl aus Herakleia Pontike und schrieb eine Geschichte dieser Stadt, genannt Περὶ Ἡρακλείας (Perì ʰērakleias „Über… …   Deutsch Wikipedia

  • επικείρω — ἐπικείρω (Α) 1. κόβω, αποκόπτω 2. κατακόπτω («πρώτας ἐπέκερσε φάλαγγας», Ομ. Ιλ.) 3. παρεμβάλλω εμπόδια, παρεμποδίζω, ματαιώνω («μάχης ἐπὶ μήδεα κείρει», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κείρω «κόβω, καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

  • κατανέμω — (AM κατανέμω) 1. διαιρώ κάτι σε μέρη ή ομάδες («δέκα δὲ καὶ τοὺς δήμους κατένειμε ἐς τὰς φυλάς», Ηρόδ.) 2. διανέμω, διαμοιράζω (α. «κατένειμε τήν περιουσία του στα παιδιά του» β. «κατανεῑμαι δὲ τὴν χώρην Αἰιγυπτίοισι», Ηρόδ.) αρχ. 1. βόσκω… …   Dictionary of Greek

  • πρώτος — η, ο / πρῶτος, ώτη, ον, ΝΜΑ, δωρ. τ. πρᾱτος, ον, Α 1. αυτός που προηγείται όλων τών άλλων ως προς τον χρόνο, τον τόπο, τον βαθμό, την ποιότητα, την αξία, τη θέση που έχει σε μια αριθμητική σειρά ή και το αξίωμα που κατέχει σε μια ιεραρχική τάξη… …   Dictionary of Greek

  • συνανάθροφος — η, ο, Ν (στον Ερωτόκρ.) αυτός που έχει ανατραφεί μαζί με άλλον, σύντροφος, συνομήλικος («και με τσι συνανάθροφους, ωσάν και πρώτας σμίγει»). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αναθρέφω / ανατρέφω] …   Dictionary of Greek

  • ταυτοκίνητος — ον, Α ο κινούμενος κατά τον ίδιο τρόπο με άλλον, αυτός που έχει την ίδια ακριβώς κίνηση με άλλον («πρώτας οὐσίας τῆς οἰκείας αὐτοκινήτου καὶ ταυτοκινήτου... τάξεως ἀρρεπῶς ἀντέχεσθαι», Διον. Αρεοπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + κινητός… …   Dictionary of Greek

  • ЕВСТАФИЙ РОМЕЙ — [Евстафий Магистр; греч. Εὐστάθιος ὁ ῾Ρωμαῖος] (70 е гг. X в. сер. XI в.), визант. юрист, судья, председатель имп. суда на ипподроме (ἐπ τοῦ ἱπποδρόμου) в К поле. В анонимной схолии к новелле имп. Василия II Болгаробойцы говорится, что Е. Р., сын …   Православная энциклопедия

  • ИЛАРИОН СИНАИТ Критский — (Критский; † 8.02.1838, Тырново), митр. Тырновский в 1821 1827, 1831 1838 гг., переводчик Свящ. Писания. Род. на Крите. Монашеский постриг принял в одном из афонских мон рей, затем в К поле в метохе Синайского монастыря вмц. Екатерины к 1806 г.… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”